- ωβίσιο
- (obisium). Γένος αραχνόμορφων αρθροπόδων της οικογένειας των χερνετιδών. Περιλαμβάνει μικρούς σκορπιούς που απαντώνται στις χώρες του βορείου ημισφαιρίου. Από τα γνωστότερα είδη είναι το ω. το ισχνοσκελές, το οποίο ζει κυρίως στην κεντρική Ευρώπη. Έχει μακρόστενο σώμα, που περιβάλλεται στην περιφέρειά του από ακανθώδεις τρίχες.
Dictionary of Greek. 2013.